Οὐαλεντίνου

Οὐαλεντίνου
Οὐαλεντί̱νου , Οὐαλεντῖνος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Τατιανός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στο Μηρό της Φρυγίας (362), επειδή έσπασε τα αγάλματα του εκεί ναού των εθνικών, μαζί με τους συνεργάτες του Θεόδουλο και Μακεδόνιο. Η μνήμη του τιμάται στις 12 Σεπτεμβρίου. II Χριστιανός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”